εὐάρμοστος

εὐάρμοστος
εὐάρμοστος
well-joined
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευάρμοστος — η, ο (ΑΜ εὐάρμοστος, ον) 1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός 2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων») αρχ. 1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • εὐαρμοστότερον — εὐάρμοστος well joined adverbial comp εὐάρμοστος well joined masc acc comp sg εὐάρμοστος well joined neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμοστότατον — εὐάρμοστος well joined masc acc superl sg εὐάρμοστος well joined neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμόστως — εὐάρμοστος well joined adverbial εὐάρμοστος well joined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐάρμοστον — εὐάρμοστος well joined masc/fem acc sg εὐάρμοστος well joined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμοστότεροι — εὐάρμοστος well joined masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμοστότερος — εὐάρμοστος well joined masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμόστοις — εὐάρμοστος well joined masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμόστου — εὐάρμοστος well joined masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαρμόστους — εὐάρμοστος well joined masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”